τσίμπλιασμα

τσίμπλιασμα
το, Ν [τσιμπλιάζω]
η έκκριση λήμης, σχηματισμός τσίμπλας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσίμπλιασμα — το έκκριση τσίμπλας από τους ταρσαίους αδένες των βλεφάρων, ο σχηματισμός τσίμπλας: Το τσίμπλιασμα πρέπει να γινε όταν κοιμόμουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κηρίωμα — κηρίωμα, τὸ (Α) [κηρίον] νοσηρή έκκριση λήμης, κν. τσίμπλας, από τα μάτια, τσίμπλιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”